- εξωμερίτικος
- η , ο чужеземный, чужестранный, пришлый, иностранный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωμερίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωμερίτη ή στα έξω μέρη, σε άλλες περιοχές … Dictionary of Greek